- στεινόν
- στενόςnarrowmasc acc sg (ionic)στενόςnarrowneut nom/voc/acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεῖνον — στείνω make strait pres part act masc voc sg στείνω make strait pres part act neut nom/voc/acc sg στείνω make strait imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στείνω make strait imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek